Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευτόσουπα οι ψευτόσουπες
      γενική της ψευτόσουπας των ψευτόσουπων
    αιτιατική την ψευτόσουπα τις ψευτόσουπες
     κλητική ψευτόσουπα ψευτόσουπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευτόσουπα < (ψεύτικος) ψευτό- + σούπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευτόσουπα θηλυκό

  1. (γαστρονομία, ιδιωματικό) απλή χορτόσουπα· σούπα που δεν περιέχει κρεατικά, πουλερικά ή ψάρι
    ※  Και ο Χρηστάκης; Δώδεκα χρονών αντράκι, έφευγε το πρωί και γύρναγε το βράδυ, ποτέ με άδεια χέρια, πότε δυο κούτσουρα για τη φωτιά, πότε μια χούφτα καραβόλους, πότε κανένα φρούτο κλεψιμέικο, πότε κάνα δυο πατάτες πληρωμή για θελήματα σε κείνους που άντεχαν ακόμη, πότε κόκαλα, που τα ’χαν πετάξει, μα βρασμένα με νερό φτιάχναν μια ψευτόσουπα να ξεγελά το στομάχι
    Απόσπασμα διήγησης, στο: Ουρανία Γαμβρουλή, Ναξία σμύρις, 1736-1960. Έκδοση κειμένων για την άνθηση και την παρακμή των σμυριδούχων κοινοτήτων της ορεινής Νάξου, μεταπτυχιακή διατριβή (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Φεβρουάριος 2020), σ. 148. Στον ιστότοπο apothesis.eap.gr· πρόσβαση: 2021-06-17.
    ※  να μη φάει τίποτα, μόνο δώστου κανένα χαμομήλι και καμιά ψευτόσουπα
    Γεώργιος Ι. Φαλαγγάς, «Το παρθεναγωγείο και τα ρεμέντια της Αριάνθης», Στενιώτικα (έκδοση Συνδέσμου Στενιωτών Άνδρου), τόμ. Α΄ (Αθήνα: Δεκέμβριος 1985) σ. 88. Στον ιστότοπο steniotes.gr· πρόσβαση: 2021-06-17.
  2. (κατ’ επέκταση, περιστασιακή σύνθεση) σούπα που παρασκευάζεται εύκολα και γρήγορα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    θα σου φτιάξω τώρα μια ψευτόσουπα', γιατί δεν έχω πάει για ψώνια και το ψυγείο είναι άδειο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία