Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαθάδικο τα ψαθάδικα
      γενική του ψαθάδικου των ψαθάδικων
    αιτιατική το ψαθάδικο τα ψαθάδικα
     κλητική ψαθάδικο ψαθάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαθάδικο < ψαθ(άς) + -άδικο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαθάδικο ουδέτερο

  1. το εμπορικό κατάστημα που πουλούσε -κυρίως παλιότερα- ψάθα και γενικά ψάθινα είδη ή τα επιδιόρθωνε (όπως π.χ. τις ψάθινες καρέκλες)
  2. το ψαθοχώρι, το χωριό ή η περιοχή που είχε ως κύριο πηγή εισοδήματος την επεξεργασία και εμπορία ψάθινων ειδών

  Μεταφράσεις επεξεργασία