ψαθάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψαθάδικο | τα | ψαθάδικα |
γενική | του | ψαθάδικου | των | ψαθάδικων |
αιτιατική | το | ψαθάδικο | τα | ψαθάδικα |
κλητική | ψαθάδικο | ψαθάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψαθάδικο ουδέτερο
- το εμπορικό κατάστημα που πουλούσε -κυρίως παλιότερα- ψάθα και γενικά ψάθινα είδη ή τα επιδιόρθωνε (όπως π.χ. τις ψάθινες καρέκλες)
- το ψαθοχώρι, το χωριό ή η περιοχή που είχε ως κύριο πηγή εισοδήματος την επεξεργασία και εμπορία ψάθινων ειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαθάδικο
|