ψαθάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψαθάς | οι | ψαθάδες |
γενική | του | ψαθά | των | ψαθάδων |
αιτιατική | τον | ψαθά | τους | ψαθάδες |
κλητική | ψαθά | ψαθάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /psaˈθas/
- συλλαβισμός : ψα‐θάς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψαθάς αρσενικό(θηλυκό ψαθού)
- αυτός που -παλιότερα κυρίως- εμπορευόταν ψάθα ή επεξεργαζόταν την ψάθα για την κατασκευή και επισκευή ψάθινων ειδών, ο ψαθοποιός
Επεξεργασία
- Ψαθάς (επώνυμο)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψαθάς