ψίαθος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψίαθος | οι | ψίαθοι |
γενική | της | ψιάθου | των | ψιάθων |
αιτιατική | την | ψίαθο | τις | ψιάθους |
κλητική | ψίαθε | ψίαθοι | ||
όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψίαθος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ψίαθος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψίαθος θηλυκό
- η ψάθα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψίαθος
→ δείτε τη λέξη ψάθα |
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ψίαθος | ψιάθω | ψίαθοι |
Γενική | ψιάθου | ψιάθοιν | ψιάθων |
Δοτική | ψιάθῳ | ψιάθοιν | ψιάθοις |
Αιτιατική | ψίαθον | ψιάθω | ψιάθους |
Κλητική | ψίαθε | ψιάθω | ψίαθοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψίαθος ( ιωνικός τύπος ψίεθος )
- η ψάθα
- πλέγμα από σχοίνους ή βούρλα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ψίαθος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ψίαθος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.