ψίαθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψίαθος | αἱ | ψίαθοι |
γενική | τῆς | ψιάθου | τῶν | ψιάθων |
δοτική | τῇ | ψιάθῳ | ταῖς | ψιάθοις |
αιτιατική | τὴν | ψίαθον | τὰς | ψιάθους |
κλητική ὦ! | ψίαθε | ψίαθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιάθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιάθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψίαθος < τεχνικός όρος, πιθανόν, δάνειο. Λήγουν σε -θος λέξεις που σχετίζονται με την καλαθοπλεκτική, όπως γύργαθος, κάλαθος. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψίαθος θηλυκό (επίσης ως αρσενικό)
- η ψάθα
- πλέγμα από σχοίνους ή βούρλα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ψίαθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψίαθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- {{Π:Δημητράκος 1964}