↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χόνδρινος η χόνδρινη το χόνδρινο
      γενική του χόνδρινου της χόνδρινης του χόνδρινου
    αιτιατική τον χόνδρινο τη χόνδρινη το χόνδρινο
     κλητική χόνδρινε χόνδρινη χόνδρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χόνδρινοι οι χόνδρινες τα χόνδρινα
      γενική των χόνδρινων των χόνδρινων των χόνδρινων
    αιτιατική τους χόνδρινους τις χόνδρινες τα χόνδρινα
     κλητική χόνδρινοι χόνδρινες χόνδρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χόνδρινος < αρχαία ελληνική χόνδρινος < χόνδρος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cartilagineux ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική chondric)

  Επίθετο

επεξεργασία

χόνδρινος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία