Δείτε επίσης: χορογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωρογραφία οι χωρογραφίες
      γενική της χωρογραφίας των χωρογραφιών
    αιτιατική τη χωρογραφία τις χωρογραφίες
     κλητική χωρογραφία χωρογραφίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωρογραφία < χωρο- + -γραφία (λέξη της ελληνιστικής εποχής, που απαντά στον Στράβωνα και στον Πολύβιο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.ɾoˈɣɾa.fi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χω‐ρο‐γρα‐φί‐α
ομόηχο: χορογραφία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρογραφία θηλυκό, μόνο στον ενικό[2]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. «χωρογραφία», στο Μέγα λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμ. Δ΄, σ. 674 (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1906).
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)