↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χυμευτικός η χυμευτική το χυμευτικό
      γενική του χυμευτικού της χυμευτικής του χυμευτικού
    αιτιατική τον χυμευτικό τη χυμευτική το χυμευτικό
     κλητική χυμευτικέ χυμευτική χυμευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χυμευτικοί οι χυμευτικές τα χυμευτικά
      γενική των χυμευτικών των χυμευτικών των χυμευτικών
    αιτιατική τους χυμευτικούς τις χυμευτικές τα χυμευτικά
     κλητική χυμευτικοί χυμευτικές χυμευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χυμευτικός < ελληνιστική κοινή χυμευτικός[1] < χυμεύω < αρχαία ελληνική χυμός < χέω

  Επίθετο

επεξεργασία

χυμευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χυμευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.