↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χυμευτική οι χυμευτικές
      γενική της χυμευτικής των χυμευτικών
    αιτιατική τη χυμευτική τις χυμευτικές
     κλητική χυμευτική χυμευτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χυμευτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χυμευτικός < ελληνιστική κοινή χυμευτικός[1] < χυμεύω < αρχαία ελληνική χυμός < χέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χυμευτική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χυμευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • χυμευτική - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)