↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοχοϊκός η χρυσοχοϊκή το χρυσοχοϊκό
      γενική του χρυσοχοϊκού της χρυσοχοϊκής του χρυσοχοϊκού
    αιτιατική τον χρυσοχοϊκό τη χρυσοχοϊκή το χρυσοχοϊκό
     κλητική χρυσοχοϊκέ χρυσοχοϊκή χρυσοχοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοχοϊκοί οι χρυσοχοϊκές τα χρυσοχοϊκά
      γενική των χρυσοχοϊκών των χρυσοχοϊκών των χρυσοχοϊκών
    αιτιατική τους χρυσοχοϊκούς τις χρυσοχοϊκές τα χρυσοχοϊκά
     κλητική χρυσοχοϊκοί χρυσοχοϊκές χρυσοχοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοχοϊκός < αρχαία ελληνική χρυσοχοϊκός[1] [2] < χρυσοχόος < χρύσεος + χέω

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοχοϊκός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρυσοχοϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. χρυσοχοϊκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)