↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοκεντητικός η χρυσοκεντητική το χρυσοκεντητικό
      γενική του χρυσοκεντητικού της χρυσοκεντητικής του χρυσοκεντητικού
    αιτιατική τον χρυσοκεντητικό τη χρυσοκεντητική το χρυσοκεντητικό
     κλητική χρυσοκεντητικέ χρυσοκεντητική χρυσοκεντητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοκεντητικοί οι χρυσοκεντητικές τα χρυσοκεντητικά
      γενική των χρυσοκεντητικών των χρυσοκεντητικών των χρυσοκεντητικών
    αιτιατική τους χρυσοκεντητικούς τις χρυσοκεντητικές τα χρυσοκεντητικά
     κλητική χρυσοκεντητικοί χρυσοκεντητικές χρυσοκεντητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοκεντητικός < χρυσοκεντώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοκεντητικός

  1. που έχει σχέση με το χρυσοκέντημα ή την χρυσοκεντητική ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χρυσοκεντητική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία