Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηστήριος η χρηστήρια το χρηστήριο
      γενική του χρηστήριου της χρηστήριας του χρηστήριου
    αιτιατική τον χρηστήριο τη χρηστήρια το χρηστήριο
     κλητική χρηστήριε χρηστήρια χρηστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηστήριοι οι χρηστήριες τα χρηστήρια
      γενική των χρηστήριων των χρηστήριων των χρηστήριων
    αιτιατική τους χρηστήριους τις χρηστήριες τα χρηστήρια
     κλητική χρηστήριοι χρηστήριες χρηστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηστήριος < αρχαία ελληνική χρηστήριος < χράω

  Επίθετο επεξεργασία

χρηστήριος

  1. ο σχετικός με το χρησμό του μαντείου
  2. που μπορεί κάποιος να τον χρησιμοποιήσει, ο χρήσιμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία