χρηστήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρηστήριος < αρχαία ελληνική χρηστήριος < χράω
Επίθετο επεξεργασία
χρηστήριος
- ο σχετικός με το χρησμό του μαντείου
- που μπορεί κάποιος να τον χρησιμοποιήσει, ο χρήσιμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρηστήριος
|