χρηστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρηστήριο | τα | χρηστήρια |
γενική | του | χρηστήριου & χρηστηρίου |
των | χρηστήριων & χρηστηρίων |
αιτιατική | το | χρηστήριο | τα | χρηστήρια |
κλητική | χρηστήριο | χρηστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρηστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρηστήριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηστήριο ουδέτερο (αρχαιοπρεπές)
- → δείτε αρχαία ελληνική χρηστήριον
Εκφράσεις
επεξεργασία- χρηστήριο πινάκιο: εκεί που οι ιερείς χάραζαν το ερώτημα προς το μαντείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρηστήριο
|