↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματοκαπιταλιστικός η χρηματοκαπιταλιστική το χρηματοκαπιταλιστικό
      γενική του χρηματοκαπιταλιστικού της χρηματοκαπιταλιστικής του χρηματοκαπιταλιστικού
    αιτιατική τον χρηματοκαπιταλιστικό τη χρηματοκαπιταλιστική το χρηματοκαπιταλιστικό
     κλητική χρηματοκαπιταλιστικέ χρηματοκαπιταλιστική χρηματοκαπιταλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματοκαπιταλιστικοί οι χρηματοκαπιταλιστικές τα χρηματοκαπιταλιστικά
      γενική των χρηματοκαπιταλιστικών των χρηματοκαπιταλιστικών των χρηματοκαπιταλιστικών
    αιτιατική τους χρηματοκαπιταλιστικούς τις χρηματοκαπιταλιστικές τα χρηματοκαπιταλιστικά
     κλητική χρηματοκαπιταλιστικοί χρηματοκαπιταλιστικές χρηματοκαπιταλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρηματοκαπιταλιστικός < χρήμα + -ο- + καπιταλιστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χρηματοκαπιταλιστικός, -ή, -ό

  • (οικονομία, σπάνιο) που έχει σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα και το χρήμα ή αναφέρεται σ’ αυτά
    ※  Ανεξαιρέτως με το πως αποκτούν τα απαιτούμενα μέσα τα εμπόλεμα μέρη, σημαντική διάσταση αποτελεί το γεγονός της χρηματοδότησης που λαμβάνει μέρος σε ένα πολύπλοκο και παράλληλα σκιώδες χρηματοκαπιταλιστικό δίκτυο. Η συνεχείς ροή χρηματοδότησης σε αντίθεση με αυτά που ισχύουν στους κλασικούς πολέμους μεταξύ κρατών, αποτελεί μια σημαντική πτυχή της ίδιας της διεξαγωγής του πολέμου, καθώς συμβάλει αποφασιστικά στην παράταση της πολεμικής σύρραξης, διαιωνίζοντας συχνά για ολόκληρες δεκαετίες τους πολέμους. (https://ikee.lib.auth.gr)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία