χρηματοκαπιταλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματοκαπιταλιστικός < χρήμα + -ο- + καπιταλιστικός
Επίθετο
επεξεργασίαχρηματοκαπιταλιστικός, -ή, -ό
- (οικονομία, σπάνιο) που έχει σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα και το χρήμα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Ανεξαιρέτως με το πως αποκτούν τα απαιτούμενα μέσα τα εμπόλεμα μέρη, σημαντική διάσταση αποτελεί το γεγονός της χρηματοδότησης που λαμβάνει μέρος σε ένα πολύπλοκο και παράλληλα σκιώδες χρηματοκαπιταλιστικό δίκτυο. Η συνεχείς ροή χρηματοδότησης σε αντίθεση με αυτά που ισχύουν στους κλασικούς πολέμους μεταξύ κρατών, αποτελεί μια σημαντική πτυχή της ίδιας της διεξαγωγής του πολέμου, καθώς συμβάλει αποφασιστικά στην παράταση της πολεμικής σύρραξης, διαιωνίζοντας συχνά για ολόκληρες δεκαετίες τους πολέμους. (https://ikee.lib.auth.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρηματοκαπιταλιστικός
|