Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματιστικός η χρηματιστική το χρηματιστικό
      γενική του χρηματιστικού της χρηματιστικής του χρηματιστικού
    αιτιατική τον χρηματιστικό τη χρηματιστική το χρηματιστικό
     κλητική χρηματιστικέ χρηματιστική χρηματιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματιστικοί οι χρηματιστικές τα χρηματιστικά
      γενική των χρηματιστικών των χρηματιστικών των χρηματιστικών
    αιτιατική τους χρηματιστικούς τις χρηματιστικές τα χρηματιστικά
     κλητική χρηματιστικοί χρηματιστικές χρηματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματιστικός < αρχαία ελληνική χρηματιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

χρηματιστικός

  1. σχετικός με τον χρηματιστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματιστικός < χρηματιστής

  Επίθετο επεξεργασία

χρηματιστικός, ή, όν

  1. ο σχετικος με την απόκτηση κέρδους, με ό,τι αποφέρει χρήματα, με κάποια ασχολία-επάγγελμα, ο επιχειρηματικός
  2. ο σχετικός με διαπραγματεύσεις (η χρηματιστική σκηνή π.χ. για το χώρο όπου έκαναν διαπραγματεύσεις) -μεταγενέστερη έννοια

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ουδέτερο και ως ουσιαστικό: το χρηματιστικόν: η τάξη των εμπόρων, σε αντιδιαστολή προς τό πολεμικόν
  • το θηλυκό και ως ουσιαστικό: η χρηματιστική: η τέχνη του εμπόρου, το εμπόριο