↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουχουλιάρης η χουχουλιάρα το χουχουλιάρικο
      γενική του χουχουλιάρη της χουχουλιάρας του χουχουλιάρικου
    αιτιατική τον χουχουλιάρη τη χουχουλιάρα το χουχουλιάρικο
     κλητική χουχουλιάρη χουχουλιάρα χουχουλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουχουλιάρηδες οι χουχουλιάρες τα χουχουλιάρικα
      γενική των χουχουλιάρηδων των χουχουλιάρικων
    αιτιατική τους χουχουλιάρηδες τις χουχουλιάρες τα χουχουλιάρικα
     κλητική χουχουλιάρηδες χουχουλιάρες χουχουλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χουχουλιάρης < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)

  Επίθετο

επεξεργασία

χουχουλιάρης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία