χουχουλιάρικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουχουλιάρικα < χουχουλιάρικος + -α < χουχουλιάρης + -ικος < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)
Επίρρημα επεξεργασία
χουχουλιάρικα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χουχουλιάζω