Ετυμολογία

επεξεργασία
χουγιάζω < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης hujati + -άζω

χουγιάζω

  1. (λαϊκότροπο) φωνάζω δυνατά από απόσταση
    • ※  'Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρου­μελιώτες. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Β)
    • κι' απ' τον όχτο / χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα / έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. (Όμηρος, Ιλιάδα, μτφρ. Αλέξανδρος Πάλλης, 216-218)
  2. (μεταφορικά) μαλώνω μεγαλόφωνα

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία