χουγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χουγιάζω < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης hujati + -άζω
Ρήμα
επεξεργασίαχουγιάζω
- (λαϊκότροπο) φωνάζω δυνατά από απόσταση
- ※ 'Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Β)
- κι' απ' τον όχτο / χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα / έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. (Όμηρος, Ιλιάδα, μτφρ. Αλέξανδρος Πάλλης, 216-218)
- (μεταφορικά) μαλώνω μεγαλόφωνα
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χουγιάζω | χούγιαζα | θα χουγιάζω | να χουγιάζω | χουγιάζοντας | |
β' ενικ. | χουγιάζεις | χούγιαζες | θα χουγιάζεις | να χουγιάζεις | χούγιαζε | |
γ' ενικ. | χουγιάζει | χούγιαζε | θα χουγιάζει | να χουγιάζει | ||
α' πληθ. | χουγιάζουμε | χουγιάζαμε | θα χουγιάζουμε | να χουγιάζουμε | ||
β' πληθ. | χουγιάζετε | χουγιάζατε | θα χουγιάζετε | να χουγιάζετε | χουγιάζετε | |
γ' πληθ. | χουγιάζουν(ε) | χούγιαζαν χουγιάζαν(ε) |
θα χουγιάζουν(ε) | να χουγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χούγιαξα | θα χουγιάξω | να χουγιάξω | χουγιάξει | ||
β' ενικ. | χούγιαξες | θα χουγιάξεις | να χουγιάξεις | χούγιαξε | ||
γ' ενικ. | χούγιαξε | θα χουγιάξει | να χουγιάξει | |||
α' πληθ. | χουγιάξαμε | θα χουγιάξουμε | να χουγιάξουμε | |||
β' πληθ. | χουγιάξατε | θα χουγιάξετε | να χουγιάξετε | χουγιάξτε | ||
γ' πληθ. | χούγιαξαν χουγιάξαν(ε) |
θα χουγιάξουν(ε) | να χουγιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χουγιάξει | είχα χουγιάξει | θα έχω χουγιάξει | να έχω χουγιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις χουγιάξει | είχες χουγιάξει | θα έχεις χουγιάξει | να έχεις χουγιάξει | ||
γ' ενικ. | έχει χουγιάξει | είχε χουγιάξει | θα έχει χουγιάξει | να έχει χουγιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε χουγιάξει | είχαμε χουγιάξει | θα έχουμε χουγιάξει | να έχουμε χουγιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε χουγιάξει | είχατε χουγιάξει | θα έχετε χουγιάξει | να έχετε χουγιάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν χουγιάξει | είχαν χουγιάξει | θα έχουν χουγιάξει | να έχουν χουγιάξει |
|
Συνώνυμα
επεξεργασία- αγριομιλώ
- αποπαίρνω
- βάζω πόστα
- βροντοφωνάζω
- κατσαδιάζω
- κράζω
- κραυγάζω
- μαλώνω
- ξεφωνίζω
- ουρλιάζω
- προγκίζω
- σκούζω
- τσιρίζω
- φωνάζω
- φωνασκώ