Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χουγιαχτό τα χουγιαχτά
      γενική του χουγιαχτού των χουγιαχτών
    αιτιατική το χουγιαχτό τα χουγιαχτά
     κλητική χουγιαχτό χουγιαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουγιαχτό < χουγιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χουγιαχτό ουδέτερο

  1. δυνατές φωνές από απόσταση
  2. (μεταφορικά) μεγαλόφωνος τσακωμός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία