χούγιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- χούγιασμα < χουγιάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχούγιασμα ουδέτερο
- δυνατές φωνές από απόσταση
- (μεταφορικά) μεγαλόφωνος τσακωμός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χούγιασμα
|
χούγιασμα ουδέτερο
|