Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Από το αρχαίο αγγλικό hæġl

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

hail (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

hail (en)

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’

  ΡήμαΕπεξεργασία

hail (en)

  1. (μεταβατικό) χαιρετώ
    Hail Linzen
  2. (μεταβατικό) χαιρετίζω με ενθουσιασμό, επευφημώ
    He was hailed as a hero
  3. (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον/κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
    Hail a taxi
  4. κατάγομαι από, έχω γεννηθεί
    She hails from Kalamazoo