hail
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Από το αρχαίο αγγλικό hæġl
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hail (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
hail (en)
- ρίχνει χαλάζι
Ετυμολογία Επεξεργασία
Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’
ΡήμαΕπεξεργασία
hail (en)
- (μεταβατικό) χαιρετώ
- Hail Linzen
- (μεταβατικό) χαιρετίζω με ενθουσιασμό, επευφημώ
- He was hailed as a hero
- (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον/κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
- Hail a taxi
- κατάγομαι από, έχω γεννηθεί
- She hails from Kalamazoo