Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Από το αρχαίο αγγλικό hæġl

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hail (en)

ενεστώτας hail
γ΄ ενικό ενεστώτα hails
αόριστος hailed
παθητική μετοχή hailed
ενεργητική μετοχή hailing

hail (en)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’

ενεστώτας hail
γ΄ ενικό ενεστώτα hails
αόριστος hailed
παθητική μετοχή hailed
ενεργητική μετοχή hailing

hail (en)

  1. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) επευφημώ, χαιρετίζω με ενθουσιασμό
    ⮡  They hailed him as a hero.
    Τον επευφήμησαν σαν ήρωα.
    ⮡  His victory was hailed as…
    Η νίκη του χαιρετίστηκε ως…
  2. (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον ή κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
    ⮡  We hailed a taxi.
    Φωνάξαμε ένα ταξί.
  3. (μεταβατικό, λογοτεχνικό) χαιρετώ

Παράγωγα

επεξεργασία