hail from
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hail from |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hails from |
αόριστος | hailed from |
παθητική μετοχή | hailed from |
ενεργητική μετοχή | hailing from |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhail from (en)
ενεστώτας | hail from |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hails from |
αόριστος | hailed from |
παθητική μετοχή | hailed from |
ενεργητική μετοχή | hailing from |
hail from (en)