Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χορτολιβαδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χορτολιβαδικ
ός
η
χορτολιβαδικ
ή
το
χορτολιβαδικ
ό
γενική
του
χορτολιβαδικ
ού
της
χορτολιβαδικ
ής
του
χορτολιβαδικ
ού
αιτιατική
τον
χορτολιβαδικ
ό
τη
χορτολιβαδικ
ή
το
χορτολιβαδικ
ό
κλητική
χορτολιβαδικ
έ
χορτολιβαδικ
ή
χορτολιβαδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χορτολιβαδικ
οί
οι
χορτολιβαδικ
ές
τα
χορτολιβαδικ
ά
γενική
των
χορτολιβαδικ
ών
των
χορτολιβαδικ
ών
των
χορτολιβαδικ
ών
αιτιατική
τους
χορτολιβαδικ
ούς
τις
χορτολιβαδικ
ές
τα
χορτολιβαδικ
ά
κλητική
χορτολιβαδικ
οί
χορτολιβαδικ
ές
χορτολιβαδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χορτολιβαδικός
<
χόρτο
+
-ο-
+
λιβαδικός
Επίθετο
επεξεργασία
χορτολιβαδικός
που έχει
σχέση
με
λιβάδια
από
χόρτο
ή όταν αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
χόρτο
και
λιβάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χορτολιβαδικός