λιβαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.va.ðiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
λιβαδικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- χορτολιβαδικός
- → δείτε τη λέξη λιβάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιβαδικός
|
λιβαδικός, -ή, -ό
|