χορειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορειακός < χορεία + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική choréique[1])
Επίθετο
επεξεργασίαχορειακός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χορεία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ χορειακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)