Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορειακός η χορειακή το χορειακό
      γενική του χορειακού της χορειακής του χορειακού
    αιτιατική τον χορειακό τη χορειακή το χορειακό
     κλητική χορειακέ χορειακή χορειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορειακοί οι χορειακές τα χορειακά
      γενική των χορειακών των χορειακών των χορειακών
    αιτιατική τους χορειακούς τις χορειακές τα χορειακά
     κλητική χορειακοί χορειακές χορειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορειακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χορειακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία