Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χορειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χορειακ
ός
η
χορειακ
ή
το
χορειακ
ό
γενική
του
χορειακ
ού
της
χορειακ
ής
του
χορειακ
ού
αιτιατική
τον
χορειακ
ό
τη
χορειακ
ή
το
χορειακ
ό
κλητική
χορειακ
έ
χορειακ
ή
χορειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χορειακ
οί
οι
χορειακ
ές
τα
χορειακ
ά
γενική
των
χορειακ
ών
των
χορειακ
ών
των
χορειακ
ών
αιτιατική
τους
χορειακ
ούς
τις
χορειακ
ές
τα
χορειακ
ά
κλητική
χορειακ
οί
χορειακ
ές
χορειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χορειακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
χορειακός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χορειακός