↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολιγουντιανός η χολιγουντιανή το χολιγουντιανό
      γενική του χολιγουντιανού της χολιγουντιανής του χολιγουντιανού
    αιτιατική τον χολιγουντιανό τη χολιγουντιανή το χολιγουντιανό
     κλητική χολιγουντιανέ χολιγουντιανή χολιγουντιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολιγουντιανοί οι χολιγουντιανές τα χολιγουντιανά
      γενική των χολιγουντιανών των χολιγουντιανών των χολιγουντιανών
    αιτιατική τους χολιγουντιανούς τις χολιγουντιανές τα χολιγουντιανά
     κλητική χολιγουντιανοί χολιγουντιανές χολιγουντιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολιγουντιανός < (λόγιο δάνειο) αγγλική Hollywood (Χόλιγουντ) + -ιανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.li.ɣu.dʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐λι‐γου‐ντια‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

χολιγουντιανός. -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε ταινίες του Χόλιγουντ ή σχετίζεται μ' αυτές
  2. (συχνά μειωτικό) που χαρακτηρίζεται από λάμψη, υπερβολικό οικονομικό κόστος, όπως τα χαρακτηριστικά του εμπορικού κινηματογράφου που αναπτύχθηκε από τα στούντιο παραγωγής ταινιών στο Χόλιγουντ
    ⮡  μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • χολλυγουντιανός (μη απλοποιημένη ορθογραφία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία