χοίρινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χοίρινος | η | χοίρινη | το | χοίρινο |
γενική | του | χοίρινου | της | χοίρινης | του | χοίρινου |
αιτιατική | τον | χοίρινο | τη | χοίρινη | το | χοίρινο |
κλητική | χοίρινε | χοίρινη | χοίρινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χοίρινοι | οι | χοίρινες | τα | χοίρινα |
γενική | των | χοίρινων | των | χοίρινων | των | χοίρινων |
αιτιατική | τους | χοίρινους | τις | χοίρινες | τα | χοίρινα |
κλητική | χοίρινοι | χοίρινες | χοίρινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοίρινος < αρχαία ελληνική χοίρινος
Επίθετο
επεξεργασίαχοίρινος, -η, -ο
- από δέρμα χοίρου, από χοίρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοίρινος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοίρινος < χοῖρος
Επίθετο
επεξεργασίαχοίρινος, α, ον ( & χοίρεος, ος, ον)
- ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου (π.χ. ασπίδα)
- θώραξ δὲ πάνυ γελοῖος ἐκ ῥακῶν ποθεν ἢ ἐκ δερμάτων σαπρῶν συγκεκαττυμένος καί ἡ ἀσπίς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη (Λουκιανός)
- ο χοιρινός αλλά και ο σχετικός με την χοιρίνη την ψήφο των δικαστών
- ὅδ᾽ ἐκεῖνος ὁρᾶν τεττιγοφόρας, ἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός, οὐ χοιρινῶν ὄζων ἀλλὰ σπονδῶν, σμύρνῃ κατάλειπτος. (Αριστοφάνης)
- ἤ με κεραυνῷ διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως,κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν: ἢ δῆτα λίθον με ποίησον ἐφ᾽ οὗ τάς χοιρίνας ἀριθμοῦσι. : κατακεραύνωσέ με και κάνε με στάχτη και μετά με τη δυνατή πνοή σου φύσα με να πέσω σε μια ζεστή μαρινάδα ή αλλιώς κάνε με πέτρα σαν αυτές που μετράνε οι δικαστές (Αριστοφάνης)