Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χοίρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
χοίρα
<
χοῖρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χοίρα
θηλυκό
το
θηλυκό
του
γουρουνιού
Συγγενικά
επεξεργασία
χοιράς
-άδος (ως ουσιαστικό
σκόπελος
, αλλά και πρήξιμο, ως επίθετο
χαμηλός
,
κοντός
)
χοίρειος
,α,ον και
χοίρεος
, ος, ον (χοιρινός)
χοιρίδιον
,
χοιρίον
,
χοιρίσκος
χοιρίνη
(μικρό κοχύλι για δικαστικές ψήφους)
χοίρινος
(από δέρμα χοίρου)