χοιρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοιρίνη | οι | χοιρίνες |
γενική | της | χοιρίνης | των | χοιρινών |
αιτιατική | τη | χοιρίνη | τις | χοιρίνες |
κλητική | χοιρίνη | χοιρίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοιρίνη < αρχαία ελληνική χοιρίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοιρίνη θηλυκό
- όστρακο που χρησιμοποιούσαν όταν ψήφιζαν σε δικαστήρια στην αρχαία Ελλάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοιρίνη
|
---
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοιρίνη < χοῖρος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχοιρίνη, α, ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοιρίνη
- όστρακο που χρησιμοποιούσαν όταν ψήφιζαν οι δικαστές στην αρχαία Ελλάδα