ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χλωρομελᾰν-
ονομαστική χλωρομέλᾱς χλωρομέλαιν τὸ χλωρομέλᾰν
      γενική τοῦ χλωρομέλᾰνος τῆς χλωρομελαίνης τοῦ χλωρομέλᾰνος
      δοτική τῷ χλωρομέλᾰν τῇ χλωρομελαίν τῷ χλωρομέλᾰν
    αιτιατική τὸν χλωρομέλᾰν τὴν χλωρομέλαινᾰν τὸ χλωρομέλᾰν
     κλητική ! χλωρομέλᾰν χλωρομέλαιν χλωρομέλᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χλωρομέλᾰνες αἱ χλωρομέλαιναι τὰ χλωρομέλᾰν
      γενική τῶν χλωρομελᾰ́νων τῶν χλωρομελαίνων τῶν χλωρομελᾰ́νων
      δοτική τοῖς χλωρομέλᾰσῐ(ν) ταῖς χλωρομελαίναις τοῖς χλωρομέλᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς χλωρομέλᾰνᾰς τὰς χλωρομελαίνᾱς τὰ χλωρομέλᾰν
     κλητική ! χλωρομέλᾰνες χλωρομέλαιναι χλωρομέλᾰν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χλωρομέλᾰνε τὼ χλωρομελαίν τὼ χλωρομέλᾰνε
      γεν-δοτ τοῖν χλωρομελᾰ́νοιν τοῖν χλωρομελαίναιν τοῖν χλωρομελᾰ́νοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέλας' όπως «μέλας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωρομέλας (ελληνιστική κοινή) < χλωρός + μέλας

  Επίθετο

επεξεργασία

χλωρομέλας, -αινα, -αν (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία