↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλιος η χλια το χλιο
      γενική του χλιου της χλιας του χλιου
    αιτιατική τον χλιο τη χλια το χλιο
     κλητική χλιε χλια χλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλιοι οι χλιες τα χλια
      γενική των χλιων των χλιων των χλιων
    αιτιατική τους χλιους τις χλιες τα χλια
     κλητική χλιοι χλιες χλια
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλιος < χλιαίνω, χλι- + -ός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxʎos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χλιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία