χιτωνόζωο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιτωνόζωο < χιτώνας + -ο- + ζώο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tunicier)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιτωνόζωο ουδέτερο
- (ζωολογία) υποσυνομοταξία θαλάσσιων ζώων (ουροχορδωτά / Urochordata), με χαρακτηριστικό περίβλημα, η οποία εντάσσεται στη συνομοταξία των χορδωτών