χορδωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χορδωτά | ||
γενική | των | χορδωτών | ||
αιτιατική | τα | χορδωτά | ||
κλητική | χορδωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορδωτά < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Chordata < αρχαία ελληνική χορδή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορδωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) μεγάλο και σημαντικό φύλο / συνομοταξία ζώων που περιλαμβάνει όλα τα ζώα που διαθέτουν χορδή, μια ραχιαία ράβδο που υποστηρίζει το σώμα τους, σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής τους
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χορδωτά στη Βικιπαίδεια