↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιτάκι τα χιτάκια
      γενική
    αιτιατική το χιτάκι τα χιτάκια
     κλητική χιτάκι χιτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιτάκι < χιτ + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιτάκι ουδέτερο

  • (μουσική, οικείο) τραγούδι ή μουσική σύνθεση που σημειώνει επιτυχία, που έχει υψηλή ακροαματικότητα ή πωλήσεις (συχνά υπονοείται είτε όχι και τόσο μεγάλη είτε πρόσκαιρη επιτυχία)
    ※  «Μελέτα Πόμπο»: Το viral καρναβαλίστικο χιτάκι από ένα σχολείο της Λεμεσού. Οι σχολικές εξετάσεις μόλις έχουν τελειώσει και οι μαθητές μπήκαν σε carnival mood.
    Τίτλος άρθρου στο sigmalive.com (8 Φεβρουαρίου 2023)· πρόσβαση: 2024-07-01.
    ※  Τί είναι περισσότερο βαρετό από μία μέτρια ταινία, μια προβλέψιμη παράσταση ή ένα copy/paste χιτάκι του καλοκαιριού;
    Κώστας Φάρκωνας, «Δίσκοι SSD: απογείωσε το PC σου, athinorama.gr (30 Ιουλίου 2012)· πρόσβαση: 2024-07-01.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία