copy-paste
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
copy-paste | copy-pastes |
copy-paste (en)
- (πληροφορική) αντιγραφή και επικόλληση
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | copy-paste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | copy-pastes |
αόριστος | copy-pasted |
παθητική μετοχή | copy-pasted |
ενεργητική μετοχή | copy-pasting |
copy-paste (en)
- (πληροφορική) αντιγράφω και επικολλώ