↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιαπλάσιος η χιλιαπλάσια το χιλιαπλάσιο
      γενική του χιλιαπλάσιου της χιλιαπλάσιας του χιλιαπλάσιου
    αιτιατική τον χιλιαπλάσιο τη χιλιαπλάσια το χιλιαπλάσιο
     κλητική χιλιαπλάσιε χιλιαπλάσια χιλιαπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιαπλάσιοι οι χιλιαπλάσιες τα χιλιαπλάσια
      γενική των χιλιαπλάσιων των χιλιαπλάσιων των χιλιαπλάσιων
    αιτιατική τους χιλιαπλάσιους τις χιλιαπλάσιες τα χιλιαπλάσια
     κλητική χιλιαπλάσιοι χιλιαπλάσιες χιλιαπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιαπλάσιος < χίλια + -πλάσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χιλιαπλάσιος

  1. (αναλογικό αριθμητικό) χίλιες φορές μεγαλύτερος, κυριολεκτικά
    το κιλό αποτελείται από χίλια γραμμάρια, είναι χιλιαπλάσιο του γραμμαρίου
    είναι το χιλιαπλάσιο της θερμίδας και συμβολίζεται με το Kcal
    για να υπάρξει φόβος μόλυνσης με ραδιενέργεια θα πρέπει τα επίπεδά της να φτάσουν στο χιλιαπλάσιο αυτών που είναι σήμερα
  2. πολλαπλάσιος γενικά, κατά πολύ μεγαλύτερος, ισχυρότερος
    Θα σου το ανταποδώσει στο χιλιαπλάσιο το καλό που του έκανες, είναι καλός άνθρωπος
    Μα σπρώχνεις το μωρό; Εσύ έχεις χιλιαπλάσια δύναμη αγόρι μου, δεν κάνει!!!
    Κρατήσου και μη σκοτώσεις το οικόπεδο τώρα μέσα στην κρίση. Τα παιδιά μας θα βγάλουν τα χιλιαπλάσια αν το πουλήσουν σαν μεγαλώσουν


Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία