χιλιαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχιλιαπλάσιος
- (αναλογικό αριθμητικό) χίλιες φορές μεγαλύτερος, κυριολεκτικά
- το κιλό αποτελείται από χίλια γραμμάρια, είναι χιλιαπλάσιο του γραμμαρίου
- είναι το χιλιαπλάσιο της θερμίδας και συμβολίζεται με το Kcal
- για να υπάρξει φόβος μόλυνσης με ραδιενέργεια θα πρέπει τα επίπεδά της να φτάσουν στο χιλιαπλάσιο αυτών που είναι σήμερα
- πολλαπλάσιος γενικά, κατά πολύ μεγαλύτερος, ισχυρότερος
- Θα σου το ανταποδώσει στο χιλιαπλάσιο το καλό που του έκανες, είναι καλός άνθρωπος
- Μα σπρώχνεις το μωρό; Εσύ έχεις χιλιαπλάσια δύναμη αγόρι μου, δεν κάνει!!!
- Κρατήσου και μη σκοτώσεις το οικόπεδο τώρα μέσα στην κρίση. Τα παιδιά μας θα βγάλουν τα χιλιαπλάσια αν το πουλήσουν σαν μεγαλώσουν
Αντώνυμα
επεξεργασία- υποχιλιαπλάσιος (χίλιες φορές μικρότερος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιαπλάσιος
|