Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιαπλάσια < χιλιαπλάσιος

  Επίρρημα

επεξεργασία

χιλιαπλάσια

  1. στο πολλαπλάσιο, με το παραπάνω
    Βοήθησέ την, είναι καλή και φιλότιμη γυναίκα, θα στο ανταποδώσει χιλιαπλάσια το καλό που θα κάνεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

χιλιαπλάσια