πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιάρικος η χιλιάρικη το χιλιάρικο
      γενική του χιλιάρικου της χιλιάρικης του χιλιάρικου
    αιτιατική τον χιλιάρικο τη χιλιάρικη το χιλιάρικο
     κλητική χιλιάρικε χιλιάρικη χιλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιάρικοι οι χιλιάρικες τα χιλιάρικα
      γενική των χιλιάρικων των χιλιάρικων των χιλιάρικων
    αιτιατική τους χιλιάρικους τις χιλιάρικες τα χιλιάρικα
     κλητική χιλιάρικοι χιλιάρικες χιλιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιάρικος < χίλια + -άρικος

χιλιάρικος

  1. που αποτελείται από χίλια στοιχεία / πράγματα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χιλιάρικη
  3. (ουσιαστικοποιημένο) χιλιάρικο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία