χελίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χελίσιος | η | χελίσια | το | χελίσιο |
γενική | του | χελίσιου | της | χελίσιας | του | χελίσιου |
αιτιατική | τον | χελίσιο | τη | χελίσια | το | χελίσιο |
κλητική | χελίσιε | χελίσια | χελίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χελίσιοι | οι | χελίσιες | τα | χελίσια |
γενική | των | χελίσιων | των | χελίσιων | των | χελίσιων |
αιτιατική | τους | χελίσιους | τις | χελίσιες | τα | χελίσια |
κλητική | χελίσιοι | χελίσιες | χελίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο επεξεργασία
χελίσιος, -α, -ο