Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χελήσιος η χελήσια το χελήσιο
      γενική του χελήσιου της χελήσιας του χελήσιου
    αιτιατική τον χελήσιο τη χελήσια το χελήσιο
     κλητική χελήσιε χελήσια χελήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χελήσιοι οι χελήσιες τα χελήσια
      γενική των χελήσιων των χελήσιων των χελήσιων
    αιτιατική τους χελήσιους τις χελήσιες τα χελήσια
     κλητική χελήσιοι χελήσιες χελήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χελήσιος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çeˈli.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐λή‐σι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

χελήσιος, -α, -ο

  • που σχετίζεται ή ομοιάζει με το χέλι

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία