χειρούργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρούργος < ιταλική chirurgo < υστερολατινική chirurgus (προφέρεται kʰiːˈrʊr.ɡʊs) < ελληνιστική κοινή χειρουργός (αντιδάνειο) με μετακίνηση τόνου κατά τη λατινική προφορά. [1] Συγκρίνετε με το χειρουργός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈɾuɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρούρ‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειρούργος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, προφορικό, επάγγελμα) άλλη μορφή του χειρουργός
- (ψάρι, αρσενικό) κοινή ονομασία για το ψάρι του είδους Acanthurus monroviae του γένους Acanthurus
Σύνθετα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χειρουργός
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειρούργος
|
- ↑ χειρούργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας