Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χειρούργος οι χειρούργοι
      γενική του/της χειρούργου των χειρούργων
    αιτιατική τον/τη χειρούργο τους/τις χειρούργους
     κλητική χειρούργε χειρούργοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρούργος < ιταλική chirurgo < υστερολατινική chirurgus (προφέρεται kʰiːˈrʊr.ɡʊs) < ελληνιστική κοινή χειρουργός (αντιδάνειο) με μετακίνηση τόνου κατά τη λατινική προφορά. [1] Συγκρίνετε με το χειρουργός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiˈɾuɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρούρ‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρούργος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιατρική, προφορικό, επάγγελμα) άλλη μορφή του χειρουργός
  2. (ψάρι, αρσενικό) κοινή ονομασία για το ψάρι του είδους Acanthurus monroviae του γένους Acanthurus

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία