↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειρουργούμενος η χειρουργούμενη το χειρουργούμενο
      γενική του χειρουργούμενου της χειρουργούμενης του χειρουργούμενου
    αιτιατική τον χειρουργούμενο τη χειρουργούμενη το χειρουργούμενο
     κλητική χειρουργούμενε χειρουργούμενη χειρουργούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειρουργούμενοι οι χειρουργούμενες τα χειρουργούμενα
      γενική των χειρουργούμενων των χειρουργούμενων των χειρουργούμενων
    αιτιατική τους χειρουργούμενους τις χειρουργούμενες τα χειρουργούμενα
     κλητική χειρουργούμενοι χειρουργούμενες χειρουργούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χειρουργούμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία