Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειρουργούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χειρουργούμεν
ος
η
χειρουργούμεν
η
το
χειρουργούμεν
ο
γενική
του
χειρουργούμεν
ου
της
χειρουργούμεν
ης
του
χειρουργούμεν
ου
αιτιατική
τον
χειρουργούμεν
ο
τη
χειρουργούμεν
η
το
χειρουργούμεν
ο
κλητική
χειρουργούμεν
ε
χειρουργούμεν
η
χειρουργούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χειρουργούμεν
οι
οι
χειρουργούμεν
ες
τα
χειρουργούμεν
α
γενική
των
χειρουργούμεν
ων
των
χειρουργούμεν
ων
των
χειρουργούμεν
ων
αιτιατική
τους
χειρουργούμεν
ους
τις
χειρουργούμεν
ες
τα
χειρουργούμεν
α
κλητική
χειρουργούμεν
οι
χειρουργούμεν
ες
χειρουργούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χειρουργούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
χειρουργώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειρουργούμενος