↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειροθετημένος η χειροθετημένη το χειροθετημένο
      γενική του χειροθετημένου της χειροθετημένης του χειροθετημένου
    αιτιατική τον χειροθετημένο τη χειροθετημένη το χειροθετημένο
     κλητική χειροθετημένε χειροθετημένη χειροθετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειροθετημένοι οι χειροθετημένες τα χειροθετημένα
      γενική των χειροθετημένων των χειροθετημένων των χειροθετημένων
    αιτιατική τους χειροθετημένους τις χειροθετημένες τα χειροθετημένα
     κλητική χειροθετημένοι χειροθετημένες χειροθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροθετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειροθετώ

χειροθετημένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία