χειροθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροθετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειροθετώ
Μετοχή
επεξεργασίαχειροθετημένος
- (θρησκεία) που έχει χειροθετηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειροθετημένος
|