Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροθετώ < χειροθεσία + -θετώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾo.θeˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

χειροθετώ (παθητική φωνή: χειροθετούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία