χειροθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροθετώ < χειροθεσία + -θετώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾo.θeˈto/
Ρήμα
επεξεργασίαχειροθετώ (παθητική φωνή: χειροθετούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χειροθεσία, χέρι και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροθετώ | χειροθετούσα | θα χειροθετώ | να χειροθετώ | χειροθετώντας | |
β' ενικ. | χειροθετείς | χειροθετούσες | θα χειροθετείς | να χειροθετείς | (χειροθέτει) | |
γ' ενικ. | χειροθετεί | χειροθετούσε | θα χειροθετεί | να χειροθετεί | ||
α' πληθ. | χειροθετούμε | χειροθετούσαμε | θα χειροθετούμε | να χειροθετούμε | ||
β' πληθ. | χειροθετείτε | χειροθετούσατε | θα χειροθετείτε | να χειροθετείτε | χειροθετείτε | |
γ' πληθ. | χειροθετούν(ε) | χειροθετούσαν(ε) | θα χειροθετούν(ε) | να χειροθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροθέτησα | θα χειροθετήσω | να χειροθετήσω | χειροθετήσει | ||
β' ενικ. | χειροθέτησες | θα χειροθετήσεις | να χειροθετήσεις | χειροθέτησε | ||
γ' ενικ. | χειροθέτησε | θα χειροθετήσει | να χειροθετήσει | |||
α' πληθ. | χειροθετήσαμε | θα χειροθετήσουμε | να χειροθετήσουμε | |||
β' πληθ. | χειροθετήσατε | θα χειροθετήσετε | να χειροθετήσετε | χειροθετήστε | ||
γ' πληθ. | χειροθέτησαν χειροθετήσαν(ε) |
θα χειροθετήσουν(ε) | να χειροθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειροθετήσει | είχα χειροθετήσει | θα έχω χειροθετήσει | να έχω χειροθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειροθετήσει | είχες χειροθετήσει | θα έχεις χειροθετήσει | να έχεις χειροθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειροθετήσει | είχε χειροθετήσει | θα έχει χειροθετήσει | να έχει χειροθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροθετήσει | είχαμε χειροθετήσει | θα έχουμε χειροθετήσει | να έχουμε χειροθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειροθετήσει | είχατε χειροθετήσει | θα έχετε χειροθετήσει | να έχετε χειροθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροθετήσει | είχαν χειροθετήσει | θα έχουν χειροθετήσει | να έχουν χειροθετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειροθετώ
|