χειμωνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειμωνιά | οι | χειμωνιές |
γενική | της | χειμωνιάς | των | (χειμωνιών) |
αιτιατική | τη | χειμωνιά | τις | χειμωνιές |
κλητική | χειμωνιά | χειμωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειμωνιά < χειμών(ας) + -ιά. Δείτε και το μεσαιωνικό βαρυχειμωνία.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.moˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐μω‐νιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειμωνιά θηλυκό
- (μετεωρολογία) ο χειμωνιάτικος καιρός με πολλή παγωνιά
Σύνθετα επεξεργασία
- αλαφροχειμωνιά (ο ήπιος χειμώνας)
- βαρυχειμωνιά
- καλοχειμωνιά
- λήγουν σε -χειμωνιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειμωνιά
|
Πηγές επεξεργασία
- χειμωνιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χειμωνιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)