Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαφροχειμωνιά οι αλαφροχειμωνιές
      γενική της αλαφροχειμωνιάς των αλαφροχειμωνιών
    αιτιατική την αλαφροχειμωνιά τις αλαφροχειμωνιές
     κλητική αλαφροχειμωνιά αλαφροχειμωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαφροχειμωνιά < αλαφρο- + χειμωνιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλαφροχειμωνιά θηλυκό

  • όταν το χειμώνα ο καιρός δεν είναι τόσο παγερός όσο αναμενόταν, όταν ο χειμώνας είναι ηπιότερος απ΄ό,τι συνήθως

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία