Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοχειμωνιά οι καλοχειμωνιές
      γενική της καλοχειμωνιάς των καλοχειμωνιών
    αιτιατική την καλοχειμωνιά τις καλοχειμωνιές
     κλητική καλοχειμωνιά καλοχειμωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοχειμωνιά < καλο- + χειμωνιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.lo.çi.moˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐χει‐μω‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοχειμωνιά θηλυκό

  • ο ήπιος χειμώνας, κατά τον οποίο ο καιρός δεν είναι ιδιαίτερα κακός
    ※  Οι τσοπάνηδες μάλιστα την πρωταυγουστιά έχουν και τη «σκυλομαντεία». Σηκώνονται πολύ πρωί, βαθιά σχεδόν χαράματα, και κοιτάζουν τα σκυλιά πώς κοιμούνται. Κι αν αυτά κοιμούνται ξάπλα με τεντωμένα τα πόδια, λένε: «Καλοχειμωνιά θα ’χουμε και γλυκοκαιριά».
    Δημήτρης Βάλλας, «Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα και παγωνιά...», Ελευθερία Λάρισας, 1 Οκτωβρίου 2015

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία