χασάπικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χασάπικος < από το χασάπης λέξη τουρκικής προέλευσης kasap = κρεοπώλης. Η αντίστοιχη Ελληνική είναι μακελάρικος.
Επίθετο
επεξεργασίαχασάπικος, χασάπικη, χασάπικο
- ο αναφερόμενος στον χασάπη, ή ο σχετικός με αυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχασάπικος αρσενικό
- ελληνικός παραδοσιακός λαϊκός χορός, ο οποίος πριν την Μικρασιατική Καταστροφή ήταν διαδεδομένος στα παράλια τις Μικράς Ασίας. Ήταν αρχικά συντεχνιακός χορός που χορεύονταν από τη συντεχνία των χασάπηδων στην Κωνσταντινούπολη.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χασάπικος
|