Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτομανής η χαρτομανής το χαρτομανές
      γενική του χαρτομανούς* της χαρτομανούς του χαρτομανούς
    αιτιατική τον χαρτομανή τη χαρτομανή το χαρτομανές
     κλητική χαρτομανή(ς) χαρτομανής χαρτομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτομανείς οι χαρτομανείς τα χαρτομανή
      γενική των χαρτομανών των χαρτομανών των χαρτομανών
    αιτιατική τους χαρτομανείς τις χαρτομανείς τα χαρτομανή
     κλητική χαρτομανείς χαρτομανείς χαρτομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτομανής < χάρτ(ης) + -ο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

χαρτομανής, -ής, -ές

  1. ο μανιώδης χαρτοπαίκτης
  2. που έχει μανία να σωρεύει έγγραφα, εφημερίδες, χαρτιά των οποίων δεν κάνει χρήση

  Μεταφράσεις επεξεργασία