χαρτομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαρτομανής | η | χαρτομανής | το | χαρτομανές |
γενική | του | χαρτομανούς* | της | χαρτομανούς | του | χαρτομανούς |
αιτιατική | τον | χαρτομανή | τη | χαρτομανή | το | χαρτομανές |
κλητική | χαρτομανή(ς) | χαρτομανής | χαρτομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαρτομανείς | οι | χαρτομανείς | τα | χαρτομανή |
γενική | των | χαρτομανών | των | χαρτομανών | των | χαρτομανών |
αιτιατική | τους | χαρτομανείς | τις | χαρτομανείς | τα | χαρτομανή |
κλητική | χαρτομανείς | χαρτομανείς | χαρτομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαρτομανής, -ής, -ές
- ο μανιώδης χαρτοπαίκτης
- που έχει μανία να σωρεύει έγγραφα, εφημερίδες, χαρτιά των οποίων δεν κάνει χρήση
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτομανής
|