↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαριτόμορφος η χαριτόμορφη το χαριτόμορφο
      γενική του χαριτόμορφου της χαριτόμορφης του χαριτόμορφου
    αιτιατική τον χαριτόμορφο τη χαριτόμορφη το χαριτόμορφο
     κλητική χαριτόμορφε χαριτόμορφη χαριτόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαριτόμορφοι οι χαριτόμορφες τα χαριτόμορφα
      γενική των χαριτόμορφων των χαριτόμορφων των χαριτόμορφων
    αιτιατική τους χαριτόμορφους τις χαριτόμορφες τα χαριτόμορφα
     κλητική χαριτόμορφοι χαριτόμορφες χαριτόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαριτόμορφος < ελληνιστική κοινή χαριτόμορφος[1] < αρχαία ελληνική χάρις + μορφή

  Επίθετο

επεξεργασία

χαριτόμορφος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χαριτόμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • χαριτόμορφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)