Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαμογελαστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαμογελαστ
ός
η
χαμογελαστ
ή
το
χαμογελαστ
ό
γενική
του
χαμογελαστ
ού
της
χαμογελαστ
ής
του
χαμογελαστ
ού
αιτιατική
τον
χαμογελαστ
ό
τη
χαμογελαστ
ή
το
χαμογελαστ
ό
κλητική
χαμογελαστ
έ
χαμογελαστ
ή
χαμογελαστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαμογελαστ
οί
οι
χαμογελαστ
ές
τα
χαμογελαστ
ά
γενική
των
χαμογελαστ
ών
των
χαμογελαστ
ών
των
χαμογελαστ
ών
αιτιατική
τους
χαμογελαστ
ούς
τις
χαμογελαστ
ές
τα
χαμογελαστ
ά
κλητική
χαμογελαστ
οί
χαμογελαστ
ές
χαμογελαστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαμογελαστός
<
χαμογελώ
Επίθετο
επεξεργασία
χαμογελαστός
αυτός που
χαμογελά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
χαμόγελο
Συνώνυμα
επεξεργασία
πρόσχαρος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κατσούφης
σκυθρωπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαμογελαστός
αγγλικά
:
smiling
(en)
γαλλικά
:
souriant
(fr)
γερμανικά
:
lächelnd
(de)